- ρυπαροφόρος
- -ον, Μαυτός που φορά ρυπαρά, βρόμικα ενδύματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυπαρός + -φόρος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ῥυπαροφόρον — ῥυπαροφόρος wearing dirty clothes masc/fem acc sg ῥυπαροφόρος wearing dirty clothes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek